μεθυσία

μεθυσία
μεθυσία και μεθυσιά, ἡ (Μ)
μέθη, μεθύσι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μεθυσ- τού μεθύω + κατάλ. -ία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πόθος — I Προσωποποίηση του πόθου στην αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή θρησκεία. Ήταν γιος του Ζέφυρου και της Ίριδας ή του Έρωτα και της Αφροδίτης. Εικονιζόταν με τη μορφή αμούστακου νέου. Στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Βερολίνου υπάρχει υδρία που βρέθηκε στο …   Dictionary of Greek

  • Ξεναγόρας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Έλληνας ιστοριογράφος και γεωγράφος. Δεν είναι γνωστή η εποχή που έζησε, αλλά πάντως είναι νεότερος του Διονύσιου του Αλικαρνασσέα. Ελάχιστα αποσπάσματα έχουν σωθεί από το ιστορικό σύγγραμμα του Περί χρόνου και το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”